σολίστ — σολίστ, ο και σολίστας, ο (λ. ιταλ.) 1. αυτός που εκτελεί μόνος του ένα μουσικό κομμάτι. 2. αυτός που τραγουδάει μόνος, μονωδός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπαχάουερ, Τζίνα — (Αθήνα 1913 – 1976). Ελληνίδα μουσικός, εξαίρετη σολίστ του πιάνου. Σπούδασε πιάνο στο Ωδείο Αθηνών και ταυτόχρονα φοιτούσε στη Νομική σχολή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όταν αποφοίτησε από το Ωδείο με τιμητική διάκριση και κέρδισε το χρυσό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… … Dictionary of Greek
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
Concours Eurovision des jeunes musiciens 2010 — Le 15eConcours Eurovision des jeunes musiciens a eu lieu à Vienne en Autriche, le 14 mai 2010, durant le Wiener Festwochen. Les candidats, âgés de moins de 20 ans au moment du concours, représentaient chacun un pays membre de l UER dans … Wikipédia en Français
βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… … Dictionary of Greek
καντέντσα — (cadenza). Μουσικός αυτοσχεδιασμός με δεξιοτεχνικό χαρακτήρα. Ξεκίνησε να εφαρμόζεται κυρίως τον 18ο αι. από τους τραγουδιστές και τους σολίστες των κοντσέρτων, με σκοπό να γίνει πιο έκδηλη η κλίμακα των τεχνικών τους προσόντων. Με την έννοια… … Dictionary of Greek
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek
κοντσερτάτο — (concertato). Σκηνή συνόλου της όπερας του 19ου αι., που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή φωνών σόλο, χορωδίας και ορχήστρας. Στα πρώτα μελοδράματα του 19ου αι., το κ. αναπτύχθηκε –τουλάχιστον στο αρχικό του μέρος– όπως ένας κανών: οι διάφορες… … Dictionary of Greek